- ύπαιθρος
- -ο / ὕπαιθρος, -ον, ΝΑ1. αυτός που βρίσκεται σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο, υπαίθριος (α. «ύπαιθρος χώρα» β. «ὕπαιθρος εὐνή», Ιπποκρ.)2. το θηλ. ως ουσ. η ύπαιθρος(ενν. χώρα) οι αγροί και τα χωριά, τα μέρη που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και σε αντιδιαστολή προς αυτές3. το ουδ. ως ουσ. το ύπαιθρο(ν)ανοιχτός, υπαίθριος χώρος (α. «κοιμήθηκε στο ύπαιθρο» β. «ἡ δίαιτα τοῑς ἀνθρώποις οὐχ ὥσπερ τοῑς κτήνεσίν ἐστιν ἐν ὑπαίθρῳ», Ξεν.)αρχ.1. αυτός που δεν έχει στέγη, ο χωρίς οροφή, ανοιχτός2. κοινός, δημόσιος («ὑπαίθροις πράξεσι», Πλούτ.)3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὕπαιθρος·(ενν. ναός) ναός χωρίς στέγη4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὕπαιθραοι ανοιχτοί τόποι, σε αντιδιαστολή προς τα οχυρωμένα μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + -αίθρος (< αἴθρα «καθαρός ουρανός»), πρβλ. δί-αιθρος].
Dictionary of Greek. 2013.